συστρεφόμενος

συστρεφόμενος
συστρέφω
twist up
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՀԱԿԵՐ — (ի, աց.) NBH 2 0586 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. Բառ երկդիմի՝ ʼի դէպ եկեալ պէսպիսութեան յն. ընթերցուածոյ. τρεφόμενος , որ է Սնուցիչ. դայեակ. դաստիարակ. կամ συστρεφόμενος , որ է Համախմբօղ. գնդապետ. *Ո՞ւր են դպիրքն. ո՞ւր եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”